- σύμμηνος
- ὁ, Ασυνάδελφος στη μηνιαία επιτροπή τών ναοποιών, τών υπαλλήλων που ήταν επιφορτισμένοι με το έργο τής επιμέλειας τών ιερών οικοδομημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -μηνος (< μήν, μηνός «μήνας»), πρβλ. ἔκ-μηνος].
Dictionary of Greek. 2013.